- Μοίρες
- I
Στην αρχαία Ελλάδα οι τρεις θεότητες που καθόριζαν το πεπρωμένο του ανθρώπου. Ο όρος Μοίρες προέρχεται από τη λέξη «μοίρα», τμήμα δηλαδή ενός όλου, μέρος, το μερίδιο που ανήκει στον καθένα, γιατί οι Μ. «μοίραζαν» τα κακά ή τα καλά στον άνθρωπο από τη γέννηση του έως τον θάνατό του. Οι Μ. ήταν τρεις, η Κλωθώ (γιατί έκλωθε το νήμα της ζωής), η Λάχεσις (γιατί διένεμε τα κακά ή τα καλά) και η Άτροπος (γιατί έκανε τα προηγούμενα αμετάβλητα), κόρες της Νύχτας, ή, κατ’ άλλη παράδοση, του Δία και της Θέμιδας. Μια γνωστή μυθική εικόνα τις απεικονίζει, αντίστοιχα, να κλώθουν, να διευθύνουν και να κόβουν το νήμα, που συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή. Οι Ρωμαίοι, που πήραν τις θεότητες αυτές από τους Έλληνες, τις ονόμαζαν Parcae.II
Οι τρεις Μοίρες με τα παραδοσιακά τους αντικείμενα, το αδράχτι, τη ρόκα και το ψαλίδι, σε γλυπτό του Ζερμέν Πιλόν (Μουσείο Κλινί, Παρίσι).
Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 90 μ., 5.872 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινούργιου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στην πεδιάδα της Μεσαράς, στα βόρεια του Γεροπόταμου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
Dictionary of Greek. 2013.